τσιρλονέρι

τσιρλονέρι
το, Ν
πηγή τής οποίας το νερό έχει καθαρτικές ιδιότητες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τσίρλα + νερό].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”